μοιράζω

μοιράζω
και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα]
1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω»)
2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς»)
3. μεταβιβάζω την κυριότητα, κληροδοτώ κάτι σε κάποιον
νεοελλ.
1. δίνω αφειδώλευτα, σκορπώ («αν και μοίρασε πολλά, δεν βγήκε στις εκλογές»
2. (ιδίως σχετικά με χρήματα) σπαταλώ, σκορπίζω, διαθέτω άσκοπα και ανόητα («μοίρασε όλα τα λεφτά του για διασκεδάσεις»)
3. (σχετικά με φιλοφρονήσεις) παρέχω με αφθονία (α. «μοιράζει χειραψίες» β. «μοιράζει υποσχέσεις»)
4. μεσ. μοιράζομαι
διχάζομαι
5. φρ. α) «μοιράζω τα χαρτιά» ή «μοιράζω χαρτιά» ή, απλώς, «μοιράζω»
(σε ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) διανέμω σε καθέναν από τους παίκτες έναν αριθμό χαρτιών ανάλογα με το παιχνίδι
β) «μοιράζεται το χαρτί»
(σε χαρτοπαίγνιο) οι παίκτες έχουν την ίδια περίπου τύχη
γ) «μοιράζω τη διαφορά» — βρίσκω μέση λύση
δ) «δεν έχουμε τίποτε να μοιράσουμε (μεταξύ μας)» — δεν υπάρχει κανένας λόγος προστριβών μεταξύ μας
5. παροιμ. «δεν μπορεί (ή δεν ξέρει) να μοιράσει δύο γαϊδάρων άχυρα» — είναι τελείως αδαής ή ανίκανος
νεοελλ.-μσν.
1. χορηγώ σε άλλους από τα υπάρχοντα μου για βοήθημα («καὶ ἀπὸ κείνους δὲ τοὺς θησαυρούς... εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐμοίραζεν ὡς ψυχικὸν πατρῷον», Διγεν. Ακρ.)
2. (για θηρίο) διαμελίζω, κατασπαράζω
3. (ενεργ. και μέσ. συν. στον πληθ. ως αλληλοπαθές) α) παίρνω ύστερα από διανομή μερίδιο από κάτι («ακόμη δεν μοιράσαμε την κληρονομιά»)
β) συμμερίζομαι, συμπάσχω («μοιραζόμαστε και τις χαρές και τις λύπες»)
μσν.
1. (σχετικά με την έκβαση αγώνα) κάνω πρόγνωση, πιθανολογώ, προσπαθώ να αποδώσω νίκη στον έναν ή στον άλλον
2. μεταδίδω, μεταλαμπαδεύω
2. μεσ. συγχέομαι, μπερδεύομαι, διαφοροποιούμαι («αὐτοῡ ἐμοιράσθησαν οἱ γλῶσσες ὅλες», Διήγ. Αλεξ.)
3. σκίζω, χωρίζω
4. κατατάσσω, ταξινομώ
5. φρ. α) «μοιράζομαι κατὰ νοῡν» — η σκέψη μου πλανιέται ή διασπάται σε πολλά
β) «μοιράζομεν τὴν νίκην» — είμαστε ισόπαλοι σε αγώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιράζω — pres subj act 1st sg μοιράζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιράζω — μοιράζω, μοίρασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μοιράζω — μοίρασα, μοιράστηκα, μοιρασμένος 1. χωρίζω κάτι σε μερίδια, τεμαχίζω, διανέμω, διαιρώ: Μοίρασε τη σούπα στα πιάτα. 2. μτφ., σκορπίζω, σπαταλώ, παρέχω άφθονα: Μοιράζει φιλιά και χάδια σε πολλές γυναίκες. 3. το μέσ., μοιράζομαι παίρνω το μερίδιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεμοιρασμένον — μοιράζω perf part mp masc acc sg μοιράζω perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμοιρασμένων — μοιράζω perf part mp fem gen pl μοιράζω perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιράζει — μοιράζω pres ind mp 2nd sg μοιράζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμοίραζον — μοιράζω imperf ind act 3rd pl μοιράζω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμοιρασμένην — μοιράζω perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμοιρασμένοι — μοιράζω perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμοιρασμένος — μοιράζω perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”